κακόνοια

κακόνοια
η (AM κακόνοια) [κακόνους]
1. δυσμένεια, εχθρότητα, εχθρική διάθεση («οὐ γὰρ κακονοίᾳ τῆ σῆ τοῡτο ποιεῑ, ἀλλ' ἀγνοίᾳ», Ξεν.)
2. δυστροπία, στρεβλότητα χαρακτήρα, κακοτροπία, αναποδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακονοίᾳ — κακονοίᾱͅ , κακόνοια ill will fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόνοια — ill will fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακονοίας — κακονοίᾱς , κακόνοια ill will fem acc pl κακονοίᾱς , κακόνοια ill will fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακονοίαι — κακονοίᾱͅ , κακόνοια ill will fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακονοιῶν — κακόνοια ill will fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακονοίαις — κακόνοια ill will fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόνοιαν — κακόνοια ill will fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՉԱՐԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0569 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. κακόνοια mala mens, pravitas. Չարամիտն գոլ. չարախոհութիւն. *Զքրիստոսամարտիցն ի բաց դարձուցանելով չարամտութիւն. Կիւրղ. գանձ.: *Յայտ է թէ չարամտութեամբ գործես. Մխ. առակ.: *Արտաքսեաց զնա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”